Μια μικρη αγερωχη φωνη

Ο χρόνος μεταμορφώνεται

τις μέρες που γράφω με ορμή,

σταματά και μετατρέπει

κάθε οργή

κάθε μίσος

κάθε αρνητικότητα,

σε ουσιαστικό εσωτερικής ευρυχωρίας.

 

Η μεταμόρφωση συνεχίζεται

τα βράδια, όταν το μυαλό

κάνει πως κοιμάται,

μα κρυφά απ’ όλους

χτίζει κόσμους

ικανούς να χωρέσουν

στις στενές γραμμές των τετραδίων.

 

Σας βλέπω στον ύπνο μου,

που γελάτε βεβιασμένα

και καίτε τις λέξεις

που σας καίνε.

Ο ύπνος ο δικός μου

εξαφανίζεται, όταν λέτε

ψέματα στον ξύπνιο σας.

– αρνητικά πρόσημα που θετικοποιούνται –

Και στους χορούς που σέρνετε

τα βράδια σας θεοποιώ,

σαν ιέρειες χαμένων πολιτισμών,

στον βωμό σας ρίχνω

για να μάθω κάτι

από την πανουργία σας.

 

Βλέπετε,

είμαι μικρή, ανίκανη

να περπατήσω μόνη μου

σε πέτρες που ζεματάνε.

 

Είμαι μικρή,

αγέρωχη φωνή που κλαίει

όταν ακούει τα ψέματα

που λέτε στον εαυτό σας.

 

Είμαι μικρή,

μα η δύναμη που κρύβω

είναι μεγάλη,

σαν τις λέξεις μου.

– αυτή η εσωτερική ευρυχωρία –

 

Η ζωή μου δεν μπορεί,

αδυνατεί να φτάσει

το ύψος και τη δύναμη

των λέξεων που χτίζω.

– και εκείνη η εξωτερική ευρυχωρία –

 

Ο χρόνος έχει σταματήσει,

το ρολόι δείχνει τρεις.

Ίσως,

τον πόνο που νιώθουμε

να λιώσει με δυο τρεις λέξεις.

Χρόνο στον πόνο.

 

Ίσως,

ο χρόνος αυτός

να μην είναι αρκετός

για εμάς που παλεύουμε με λέξεις.

Πόνος στις λέξεις.

 

Και έπειτα,

ένα ποίημα γράφτηκε.

Λέξεις που πονούν για χρόνια.

 

6.10..2016

(Photo: Xenia, St. Thomas, Kozani, Greece. July 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film. Check the rest of the photo album here.)

Ο Ταξιδιωτης

Ίσως ο κόσμος να είναι μικρός

για τον πόνο του,

σκέφτηκε,

και σήκωσε τα μανίκια του

για να κλάψει.

 

Πόσο ακόμη ν’ αναβάλλει

την αναχώρησή του;

Προς τα εμπρός

ή προς τα πίσω

η ψυχή του καίγεται

στην εξορία

και ο πόνος τρυπά

κάθε ζωή

που θέλησε να χτίσει

από αγάπη και άμμο.

 

Κοίτα τον πως σέρνεται,

σαν ερπετό την ώρα του θανάτου

που κατάπιε το ίδιο του το δηλητήριο

και τώρα,

– και τώρα τί; –

τί θ’ απογίνει,

σκέφτηκε,

ο κόσμος χωρίς αγάπη;

Χωρίς τον εαυτό του

και την λευκή του αντανάκλαση;

 

Σιωπή έπεσε,

πίσω από τ’ άστρα,

και το φως που ζωγράφιζε σκιές

πίσω από τον ορίζοντα

έλιωσε τα ροζιασμένα χέρια του.

«Είμαι έτοιμος» ξεστόμισε,

και χάθηκε ξανά μέσα στη νύχτα.

 

16.6.2016

(Photo taken with Canon EOS 1000D, edited with VscoCam. Check the rest of this photo series here.)

Οι πασχαλιτσες

[όταν συλλέγαμε πασχαλίτσες πίσω από το σχολείο…]

 

Με πασχαλίτσες

πίσω απ’ το σχολείο,

γνωριζόμαστε.


Ο ήλιος καίει

τα κόκκινα μάγουλα,

πασχαλίτσες στην τσέπη.


Τα γόνατα πονούν,

χέρια γεμάτα χώματα

άδειες οι τσέπες.


Χωρίς τον ήλιο

τέλος το παιχνίδι,

παμε στο σπίτι.


Με λευκά χέρια

καίνε οι πέτρες μας

κ’ οι πασχαλίτσες.

 

Photo: Belvedere, Vienna, 2017. Canon EOS 1000D, edited with Lightroom. 

Μεταεορτιο

Η αντανάκλασή μου
θύμισε την άπνοια της ζωής.
Ερωτευμένοι φίλοι
με τις θαμπές λέξεις.
Ερωτευμένοι οι τοίχοι
με τη σιωπή.
Κοιτώ τα δάχτυλα των ποδιών μου
και αναπνέω,
ζωή και θάνατο
μαζί με χώμα
φτιάχνουν τον πόνο μας.
Οι άνθρωποι φεύγουν
πίσω από τις πόρτες κλαίνε
και αφήνουν τις λέξεις
να κρέμονται
σα ξεχασμένα γιορτινά στολίδια
να θυμίζουν την επαφή
και την αγάπη.

-Πόνος

(Photo: Turin 2016, Canon EOS 1000D, Edited with Lightroom.)

ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Η βροχή αργεί να φανεί

πίσω από τους ουρανούς.

Ντρέπομαι

όταν τα δάκρυα στα μάτια μου

έρχονται απρόσκλητα.

Και σάμπως ανοίξω και πάλι

τις κουρτίνες της ψυχής

μήπως δω την ταραχή

και τον πόνο μέσα της;

‘Φοβάμαι’

είναι η λέξη που γράφω τα βράδια.

Φοβάμαι

και οι μέρες κυλούν αργά,

σχεδόν αγύμνωτες από ντροπή.

Φοβάμαι.

Τραγουδώ και τρέμω,

σαν ανοίγει ο ουρανός

και μαζί με το κλάμα του

ποτίσει και το δικό μου.

Τη στιγμή που γρατζουνάω ποιήματα

κάτι συμβαίνει.

Κάτι μικρό που φουσκώνει μέσα μου ξεσπά_

Γεμίζει, γεμίζει με μαρμάρινα δάκρυα,

λευκά,

στο χρώμα τ’ουρανού

τα φθινοπωρινά απογεύματα.

 

2.9.2016

(Photo: Leeuwarden, January 2015, Pentax P30, Fuji Film.)

ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Ο πόνος στο στήθος αρνείται

να μείνω ή να φύγω;

Άπραγος ο νους.

σε νότες άγραφτες

η ζωή κράζει μορφές.

Βήματα, βαθιά στο έδαφος

χαρακώνουν μνήμες.

Νεκρές οι ζωές μας-

Πάλεται ο χρόνος

ο άτρωτος –

ο απόρθητος –

Δεν έχω που να πάω

την κρύα νύχτα

σαν πέσει το φως

και λάμψουν τα δάκρυα.

Και ζηλεύω την άγνοια

των πάντων απ’ όπου

οσμές και χρώματα

καταστρέφουν κάπως

-ως να ξυπνήσω-

τον παράλογο εκείνο

φόβο μου για τα παράθυρα_

16.4.2015

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ ΠΟΥ ΦΟΡΩ

Τα μαύρα ρούχα που φορώ

ίσως να μη δουν ποτέ το φως της μέρας,

σαν όλα όσα γράφτηκαν εδώ

ίσως να μην διαβαστούν ποτέ.

Όμως γράφτηκαν σε στιγμές

βαριάς σιωπής

όταν οι άλλοι έστρεφαν

το βλέμμα αλλού,

όταν τα φώτα στο δωμάτιο

έσβησαν, και το στόμα

σχίστηκε στα δύο.

17.10.2015