Η Αφιξη (2016)

Αυτή η ταινία είναι αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες που απολαύσαμε φέτος τον χειμώνα. Μπορεί να κατατάσσεται στην κατηγορία του «εξωγήινου» είδους, κάτι που μας είχε εξαρχής αποσυντονίσει, αφού αναμέναμε δράση, πόλεμο και πολλά οπτικά εφέ, όμως η ταινία αυτή ασχολείται με κάτι πολύ διαφορετικό, και γι’ αυτό την λατρέψαμε.

Αποφάσισα να γράψω, μετά από πολύ καιρό, – και μία ομολογουμένως εμφανή απουσία – για μία από τις, πλέον, πιο αγαπημένες μου ταινίες. Μέσα από λίγες σκέψεις θα προσπαθήσω να δώσω την ουσία της ταινίας, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, ελπίζοντας αυτό το άρθρο να εξάψει παρόμοια αγάπη και θαυμασμό.

Όλα ξεκινούν με την άφιξη 12 αεροσκαφών εξωγήινης προέλευσης σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Αυτά τα αεροσκάφη είναι άγνωστο εάν ήρθαν με ειρηνικές ή πολεμικές διαθέσεις. Η παρουσία τους στον πλανήτη Γη προκαλεί φόβο, παράνοια και άπειρες ερωτήσεις στην επιστημονική και μη ανθρώπινη κοινότητα. Σε αυτό το σημείο, η καθηγήτρια γλωσσολογίας Louise Banks καλείται να μεταφράσει, με την βοήθεια μιας εξειδικευμένης ομάδας, τα σήματα που στέλνουν οι εξωγήινοι, ώστε να καταστεί κατανοητό ο λόγος που ήρθαν στη Γη.

Η ίδια η Louise φαίνεται ότι είναι συναισθηματικά απασχολημένη με το θάνατο της κόρης της. Για αυτό το λόγο η αφήγηση βασίζεται στην συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας και το πώς αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω της. Είναι μόνη και απομονωμένη: οι μνήμες και οι σκέψεις της καταλαμβάνουν και καταβροχθίζουν την καθημερινότητά της, ακόμη και όταν καλείται να συνεργαστεί με την παγκόσμια γλωσσολογική και επιστημονική κοινότητα. Ή έστω αυτό βλέπουμε εξαρχής.

Καθώς όμως προχωρά η ταινία, και η ίδια γίνεται μέρος της πρώτης επαφής με την εξωγήινη ζωή, τα σπασμένα κομμάτια του παζλ αρχίζουν να ενώνονται, δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό στιγμών και καταστάσεων που επαναπροσδιορίζουν την ηρωίδα και την ψυχολογική της κατάσταση. Τα σκορπισμένα αφηγηματικά κομμάτια που παρακολουθούμε σιγά σιγά δημιουργούν έναν κόσμο και μία πραγματικότητα που από το προσωπικό μεταπηδά με ποιητική και μελαγχολική δεξιότητα στο καθολικό.

Η ανθρωπότητα και η συναισθηματική και πνευματική της αντίληψη έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κάτι που ξεπερνά την κοινή λογική. Εμφανίζεται μία μοναδική ευκαιρία για το ανθρώπινο είδος που είναι ικανή να προσφέρει ένα είδους διορατικότητας. Το εξωγήινο στοιχείο παύει να είναι κάτι το εξωπραγματικό και ξένο, γίνεται ένα με την ανθρώπινη συνείδηση και μεταμορφώνεται σε κάτι νέο, που τελικά γίνεται με τη σειρά του κοινό και γνώριμο.

Η γλωσσολογική πλευρά της ιστορίας προσδίδει μία νέα και ιδιαίτερη βάση στην ταινία (πρώτη φορά γίνεται η γλωσσολογία μέρος της κύριας δομής μιας ταινίας: άλλος ένας λόγος που την λάτρεψα), και προσφέρει κάτι απροσδόκητο: έναν τρόπο επικοινωνίας με ότι πάντοτε φοβόμασταν. Το άγνωστο, το ξένο, το διαφορετικό.

Η επαφή μεταξύ του ανθρώπινου και του εξωγήινου στοιχείου δεν βασίζεται στα οπτικά εφέ και στην αέναη ανάγκη του ανθρώπου να προσπαθεί να σώσει τη Γη από τους πολεμοχαρείς εξωγήινους, αλλά στην αλληλεγγύη, στην συνεργασία, στην ανάγκη για επαφή και κατανόηση.

Με εξαιρετική φωτογραφία και ίσως την πιο εύθραυστη ερμηνεία της Amy Adams έως τώρα, «Η Άφιξη» ανασυντάσσει την έννοια της εξωγήινης απειλής και εμπνέει με τις πανέμορφες χρωματικές παλέτες των πλάνων της.

(Photo: Google images)

La Notte (1961) by Michelangelo Antonioni

Antonioni’s films are a big inspiration of mine. Not only for their cinematography, but also for their subject matter: feelings and relationships. La Notte is one of my all time classic favorite. It has inspired me to write many poems and create moody and abstract photographs. I am fascinated by the way it’s made, but also by its dialogs. Here I will share some of the shots that I really love and why.

screen-shot-2012-08-12-at-8-32-39-pm la-notte5

The line of action is on the side of the frame, where the subjects stand with their back at the camera. Those wide-shots place the characters harmonically either in an urban environment or in the countryside. Simple, but breathtaking. Their figures are carried away into the vastness of the world they live in.

tumblr_ngh5v1v2jy1rabsaeo5_1280 la_notte_1960_antonioni

When Antonioni places his characters in medium shots, he never does it randomly. Every shot is composed with care where everything is in deep focus; foreground, middle ground and background are all sharp in focus, so that we see the reactions of every character in the shot.

screen-capture-2-1

This deep contrast focuses on the intense emotional state of the character at that moment (the night has ended and she feels the vanity of a love affair). She is tired and drained. Her figure is prominently in the center of the frame and you are tempted to imagine how her thoughts drift away from her own self.

aa99faa4788cab1addbc69b735f1331f

Characters who immerse themselves in their emotions. Characters whose life is weighting them down and suffocate them. They don’t communicate with each other anymore. Something precious is lost. These are people who are searching to feel the fascination of falling in love one more time. They want to feel loved and appreciated. Their need to remember love leads them towards empty and futile relationships. These are people whose actions hurt and punish each other. But these actions remind them what love really is about.

radenko

Alone and lost in the streets of Milan, the woman tries impatiently to feel something while walking in the streets. She is lonely and lost. She walks and walks, in an attempt to remember if she has any feelings left for her husband. Her walk is an elegy of loneliness. Her figure next to those vast buildings seems so small, like the love in her heart. She appears behind a corner and then slowly disappears. The slow pace of her movement reminds me of the slow decline in our emotional capacity; feelings fade away and we lose ourselves into the absence of love. There is nothing left.

scena-del-film-la-notte-di-michelangelo-antonioni

Her hand is tearing apart pieces of a wall. She is exploring her own empty relationship; there is nothing between her and her husband, only ruins. Antonioni puts his character next to big, emotionless city buildings, creating an inescapable parallelism; she is empty and dead inside, just like those buildings are. Her movement between them dehumanizes her own existence. Those buildings seem to force her into solitude, but also remind her that she won’t compromise her own life in a marriage that is long dead.

Poetic and honest, mesmerizing and illuminating, La Notte is a magnificent testimony of pure cinematic art.

(The images are screenshots of mine, but also taken from the web.)