Για τη Μνημη

Το παρελθόν ελευθερώνει τη δύναμη που κρύβει ο πόνος και επιτρέπει στις ουσίες μας να καταλάβουν την τωρινή τους κατάσταση.

Την πρώτη φορά που μου μίλησε η Μνήμη, δε θυμάμαι πως την κάλεσα. Καθίσαμε μαζί στο λευκό μας τραπέζι και συζητήσαμε, κάτω απ’ το φως των αστεριών, για τη ζωή και τον Χρόνο, τη φωτιά που μένει και τη δύναμή μας. Ήταν περίεργη η γλώσσα της, αλλά την καταλάβαινα. Μεταξύ μας υπήρχε η άνεση παλιών γνωστών και τα χέρια μας μιλούσαν για όλα όσα μας ενώνουν.

Παράξενη η ώρα που περνάει αλύγιστα από πάνω μας. Παράξενη και η φύση του εαυτού μας.

Μετέπειτα γίναμε φίλες καλές, ανίκητες στα σημάδια του Χρόνου, σαν να μην τον ένοιαζε για τη φθορά μας. Τα μάτια μας έλαμπαν κάθε φορά που κοιταζόμασταν, το δέρμα μας έκαιγε απ’ όλα όσα είχαμε να πούμε η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή, το φως των αστεριών ξεκίνησε να σβήνει και ο πόνος (μας) σταμάτησε να (μας) δίνει δύναμη. Έδινε μόνο Πόνο.

Η Μνήμη με επισκέφθηκε άλλη μία φορά. Ήταν αδύνατη και χλωμή. Τα μάτια της δεν έλαμπαν πλέον, τα χέρια της ήταν κενά. Μου έδειξε όμως τις πληγές που είχε στο σώμα της και μου είπε πως δε θα ξαναέρθει (σύντομα). Θα φύγει για λίγο ή για όσο. Θα γυρίσει πίσω (στο παρελθόν). Δεν αντέδρασα. Ήξερα πως η μέρα τούτη θα ερχόταν κάποια στιγμή. Της έσφιξα το χέρι, τη φίλησα στο μάγουλο και είπα αντίο. Γύρισα την πλάτη και καθώς έβγαινα από το δωμάτιο, έκλεισα το φως. Το γράμμα που άφησε δεν το άνοιξα ποτέ. Ίσως απόψε που θα κλείσει ο κόσμος γύρω από τον δικό μου. Ίσως και όχι. Θα το αφήσω στο λευκό μας τραπέζι, εκεί που το άφησε το βράδυ εκείνο. Όταν το ανοίξω θα ξέρω πως θα είμαι έτοιμη.


Photos: Praktica MTL 5 (1.8/50). Kodak Gold 200, 35mm film. Groningen, the Netherlands. April 2020.

Τον καιρο της καραντινας

Τ’ αστέρια κρύβονται,
             οι ίσκιοι εξαφανίζονται.
Πού γυρνάς τα βράδια,
             τώρα που ζέστανε ο καιρός;
Ο κόσμος φαίνεται σιωπηλός
             σχεδόν ήρεμος.
Ο αέρας όμως γεμάτος
             ανησυχία εδώ, εκεί, παντού.

Ψίθυροι εξαντλημένοι,
             αναζητούν το φως,
             αυτό που χάσαμε,
             που θρέφαμε κρυφά,
             τα βράδια αυτού του Ιουνίου.

Θέλεις να πάμε βόλτα;
Να δούμε λίγο κόσμο
      – ν α ξ ε σ κ ά σ ο υ μ ε –
Άσε μωρέ,
             τους βλέπουμε κι απ’ το παράθυρο.
Εκτός αυτού, σφίγγεται η καρδιά μου όταν το ενάμιση μέτρο γίνεται ένα,
             μετά μικραίνει
             και συρρικνώνεται
               στα 50 εκατοστά,
               40 εκατοστά,
               30 φτου και δεν βγαίνω
               ποτέ ξανά απ’ το σπίτι μου.

Οι φίλοι μου έχουν ξεχάσει το πρόσωπό μου,
εγώ έχω ξεχάσει τ’ όνομά μου
και αργά τρώω τα σωθικά μου
ανασαίνω αέναη ανησυχία
        – σωπαίνει η ψυχή –

Εισπνοή – Εκπνοή.
Μέρες έχω ν’ ακούσω τη φωνή μου
να βοά στην ησυχία,
και τρομάζω.
             Μήπως έφυγε;
             Εξαφανίστηκε;
             Ελευθερώθηκε;
Καμία απάντηση.

Τελείωσε ή ακόμη;
             αναρωτιέμαι.
Δεν ακούω τίποτα.
             Ησυχία.
             Έρχεται καταιγίδα.


Photo: Nikon F75 (28-100mm). LomoChrome Purple, 100-400, 35mm film. Groningen, the Netherlands. May 2020.

Μια μικρη αγερωχη φωνη

Ο χρόνος μεταμορφώνεται

τις μέρες που γράφω με ορμή,

σταματά και μετατρέπει

κάθε οργή

κάθε μίσος

κάθε αρνητικότητα,

σε ουσιαστικό εσωτερικής ευρυχωρίας.

 

Η μεταμόρφωση συνεχίζεται

τα βράδια, όταν το μυαλό

κάνει πως κοιμάται,

μα κρυφά απ’ όλους

χτίζει κόσμους

ικανούς να χωρέσουν

στις στενές γραμμές των τετραδίων.

 

Σας βλέπω στον ύπνο μου,

που γελάτε βεβιασμένα

και καίτε τις λέξεις

που σας καίνε.

Ο ύπνος ο δικός μου

εξαφανίζεται, όταν λέτε

ψέματα στον ξύπνιο σας.

– αρνητικά πρόσημα που θετικοποιούνται –

Και στους χορούς που σέρνετε

τα βράδια σας θεοποιώ,

σαν ιέρειες χαμένων πολιτισμών,

στον βωμό σας ρίχνω

για να μάθω κάτι

από την πανουργία σας.

 

Βλέπετε,

είμαι μικρή, ανίκανη

να περπατήσω μόνη μου

σε πέτρες που ζεματάνε.

 

Είμαι μικρή,

αγέρωχη φωνή που κλαίει

όταν ακούει τα ψέματα

που λέτε στον εαυτό σας.

 

Είμαι μικρή,

μα η δύναμη που κρύβω

είναι μεγάλη,

σαν τις λέξεις μου.

– αυτή η εσωτερική ευρυχωρία –

 

Η ζωή μου δεν μπορεί,

αδυνατεί να φτάσει

το ύψος και τη δύναμη

των λέξεων που χτίζω.

– και εκείνη η εξωτερική ευρυχωρία –

 

Ο χρόνος έχει σταματήσει,

το ρολόι δείχνει τρεις.

Ίσως,

τον πόνο που νιώθουμε

να λιώσει με δυο τρεις λέξεις.

Χρόνο στον πόνο.

 

Ίσως,

ο χρόνος αυτός

να μην είναι αρκετός

για εμάς που παλεύουμε με λέξεις.

Πόνος στις λέξεις.

 

Και έπειτα,

ένα ποίημα γράφτηκε.

Λέξεις που πονούν για χρόνια.

 

6.10..2016

(Photo: Xenia, St. Thomas, Kozani, Greece. July 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film. Check the rest of the photo album here.)

Μεταεορτιο

Η αντανάκλασή μου
θύμισε την άπνοια της ζωής.
Ερωτευμένοι φίλοι
με τις θαμπές λέξεις.
Ερωτευμένοι οι τοίχοι
με τη σιωπή.
Κοιτώ τα δάχτυλα των ποδιών μου
και αναπνέω,
ζωή και θάνατο
μαζί με χώμα
φτιάχνουν τον πόνο μας.
Οι άνθρωποι φεύγουν
πίσω από τις πόρτες κλαίνε
και αφήνουν τις λέξεις
να κρέμονται
σα ξεχασμένα γιορτινά στολίδια
να θυμίζουν την επαφή
και την αγάπη.

-Πόνος

(Photo: Turin 2016, Canon EOS 1000D, Edited with Lightroom.)

Στο δωματιο

Εδώ, μαζί με όλες τις ευθείες του δωματίου
θα ξεκινήσω συζήτηση,
σοβαρή και μετρημένη
δε θ’ απολογηθώ
στις λέξεις, στους τόνους,
στις καινούργιες γωνίες
που χτίσαμε μαζί.

Γίνεται προσωπικό
το γράψιμο της Αφροδίτης.
Γίνεται ειρωνικό,
το γράψιμο του Πόνου.

Κύματα οι γραμμές από πάνω μου.
Ερωτευμένα σχέδια της φύσης
περιπλέκονται στα κείμενά μου.
Ευτυχώς κανείς δε διαβάζει όσα γράφω,
έτσι η ουσία της ψυχής μου
παραμένει άφθαρτη
ανέγγιχτη, αυθεντική
με αμέτρητα άλλα άλφα
που αποφεύγω να ονοματίσω.

Συμπυκνωμένα νοήματα
θυμίζουν την αγάπη.
Ξεχνιόμαστε για ώρες
πάνω από το πικάπ.
Περιεργαζόμαστε τις μορφές μας
στον καθρέφτη,
αλληλοκοιταζόμαστε.
– Τρόμος –
Γιατί όσα ζητώ
ίσως να μην μπορείς να μου δώσεις
χωρίς να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Θέλω να μ’ αναγνωρίζεις
τα βράδια στο σκοτάδι,
ανάμεσα στο πλήθος,
σε παλιές φωτογραφίες,
στο βαθούλωμα που αφήνω στο μαξιλάρι μου.

Το θέλω απέχει πολύ από το μπορώ
είπες, και συμφώνησα.

Άφησα για μια στιγμή
τα παράθυρα ανοιχτά,
μπήκε βροχή στο σπίτι
και λέρωσε το πάτωμα.

Μαζί με τις λάσπες
τα πόδια μας
κάνουν κύκλους σε μωσαϊκό
ψευδαισθήσεων.

Πήρα τα φάρμακά μου
από τα άδεια μπουκαλάκια
στο συρτάρι δίπλα στο κομοδίνο.
Ξάπλωσα δίπλα στο κρεβάτι
και άνοιξα συζήτηση με το πάτωμα.
Είχε πολλά να μου πει
και εγώ ν’ ακούσω.
Απορούσες με την υπομονή μου
και εγώ με την αναισθησία σου.
Ξέρεις πόσο πόνο κρύβει το πάτωμά μας;
σου είπα αλαφιασμένη
και έτρεξες να μ’ αγκαλιάσεις,
ώσπου ακόμη και το πάτωμα
δάκρυσε με τους λυγμούς σου.

(Photo of my family’s old place, Kozani GR, Nov 2013. Pentax P30)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΑ

Να γράψω, να γράψω. Για το τίποτα και για το τώρα. Για το μετά δε θα μιλήσω, το ζω τώρα δυνατά και δακρύβρεχτα. Σιωπή και ξερατό λέξεων παντού. Πού να μιλήσω στην Ποίηση, δεν έχει χρόνο για μένα. Με ξεχνά στα άδεια τετράδια και πολλές φορές με βρίζει. Με φτύνει στα μούτρα και εγώ προχωρώ, γυμνωμένη από λόγια μα γεμάτη συναισθήματα, πίσω στο παρελθόν. Τι θες από τη ζωή μου Ποίηση; Όταν μου δίνεις λόγια να γεύομαι, σε αποζητώ. Όταν μου φτύνεις λέξεις ξένες και κενές, ξεχνώ από πού ξεκίνησα.

Στο άπειρο και στην πατρίδα ξαναξεκινώ το ταξίδι μου. Με βρεμένο κεφάλι και πόνο στο στήθος βρίσκω την αληθινή μου φωνή. Της δίνω λόγο και ήθος, λίγη ντροπή από συνήθεια και ξεκινάμε μαζί κάτω από τα φεγγάρια που ξέχασα να σβήσω. Απαλύνω την αρρώστια του σώματος και τρεκλίζω στην αρρώστια του μυαλού. Το ‘καλά’ γίνεται ‘ίσως πόνος’ πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελα.

Τρομάζω στην σκέψη που δεν μπορώ να αποφύγω και φοβάμαι. Φοβάμαι τις λέξεις εκείνες τις αληθινές, τις καινούργιες που φτιάχνονται από χώμα και ήλιο, εκείνες που λερώνουν τα τετράδια και γεμίζουν τον χώρο με φως. Φοβάμαι το βλέμμα εκείνο το πατρικό της άρνησης, της κοροϊδίας, του εξευτελισμού, της ντροπής.

Είναι δύσκολο να ζω με τον εαυτό μου, είναι δύσκολο να ακούω λόγια που δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν. Είναι δύσκολο να ορίζω την ζωή από απόσταση. Και όπως τρομάζω στην δυσκολία, έτσι τρομάζω και στις λέξεις, τις κενές, τις άδειες, τις κούφιες, που τα στόματα που τις ηχούν δεν ξέρουν τι σημαίνουν, δεν ξέρουν τι σημαίνουν, δεν ξέρουν τι σημαίνουν.

Και σκοτίζω τις γωνίες μου, τις εμμονικές μου λέξεις, συρρικνώνω τη μορφή μου και γίνομαι φως. Φως που απορροφά την αμφιβολία από τα πρόσωπά τους και αλητεύει τα βράδια. Φως που ξεχνά από πού ξεκίνησε. Φως που τρομάζει τις ψυχές τους, μα δημιουργεί κομμάτια του εαυτού μου. Δημιουργεί ακτίνες αγάπης και σπάει την ντροπή. Δημιουργεί θυμό και τον μεταμορφώνει.

Σκοτείνιασε και οι φωνές απ’ έξω μ’ ενοχλούν. Αγοράζω ησυχία, σαν γεμίσεις το στόμα σου με αιώνια σιωπή και σκασμό. Με τους γείτονες ποτέ δεν τα κατάφερα. Αμοιβαίος εκνευρισμός, αμοιβαίος συμβιβασμός. Σκασμός και πάμε παραπέρα.

(Photo: the Abstract Window, Minolta dynax 7000i, 35mm film, Leeuwarden, The Netherlands, 2015.)

Οι λεξεις

Οι λέξεις αν τις παραμερίσεις
είναι εκδικητικές.
Μανιώδεις και εκδικητικές
ξεγλιστρούν και δεν τις προλαβαίνω.
Όπως την ύπαρξη
και τη ζωή,
στον συνεχές αγώνα κατά της
αυτεπίγνωσης.
Ούρλιαξα όταν μου επιτέθηκαν,
μα τις αγκάλιασα
με τα αίματα στα χέρια μου,
και τις ηρέμησα.
Τις πήρα τις λέξεις και τις έβαλα σε σειρά.
Αυτό θέλανε, τιθάσευμα_
Μέσα από ζάλη και από ποτό
ηρέμησαν.

 
Γραμμές δεν έχουν μείνει άγραφτες
και τα μολύβια τρέχουν.
Γιατί δεν γράφω για να γράψουν για μένα.
Γράφω μονάχα για τις αχόρταγές μου λέξεις,
που δεν διστάζουν και επαναστατούν,
που δεν τους νοιάζει,
απλά εισβάλλουν μονάχα
για να διαβαστούν.

 

Ίσως καταφέρω μια μέρα

να μάθω κάτι από τις λέξεις μου.

5.1.2015

(Photo taken at Pafos, Cyprus. Canon eos 1000D, Edited with Lightroom.)

Η ΑΡΧΗ

Όταν ξεκίνησα από την αρχή, έτρεμα.

Τον πόνο και τη δυστυχία ζωγράφιζα στο μυαλό,

ώσπου μια μέρα πέθανα.

Πίσω από τους καθρέφτες,

στις άδειες σελίδες,

πέθανα.

Έψαχνα να βρω τον τρόπο να δραπετεύσω τον θάνατο,

όμως η ώρα των δευτερολέπτων είχε σταματήσει

και εγώ μετρούσα μόνο αστέρια.

Μικρά, θαμπά, αποτελειωμένα

τα μετρούσα με στόμα στεγνό

και μορφή ξασπρισμένη.

Ο κόσμος πίσω από τα καμμένα λουλούδια είχε μαυρίσει.

Και το μέτρημα εξαφανιζόταν πίσω από τα σύννεφα.

Η σιωπή πίσω από το πέπλο

απλωνόταν στα χέρια μου

σαν τον αφρό της θάλασσας

στο άγριο κύμα του Αυγούστου.

Δεν μπορούσα να βρω πώς να γυρίσω

πίσω στα παλιά βιβλία

και τις γραμμένες σελίδες.

Ο δρόμος είχε ερωτευτεί την άβυσσο

και θρεφόταν από καινούργιους θανάτους.

Όμως στο βάθος,

πίσω από τα κλεισμένα παράθυρα,

βρήκα ένα φως.

Έκαιγε μικρό στο σκοτάδι,

φτιαγμένο από χέρια,

δυνατό και μόνο.

Οι αντανακλάσεις της σιωπής γύρω μου χάθηκαν,

στο πρώτο φως που βρήκα στο σκοτάδι.

Η μια ζωή που έζησα δεν φτάνει

για να ξεφύγω από τις γκρίζες λέξεις.

Μα σα γυρνούσα το κεφάλι,

αποφασισμένος να επιζήσω το θάνατο,

μια φωνή αχνή και ξεφτισμένη ακούστηκε,

πίσω από το φως.

Το μέσα μου άναψε,

ο θάνατος σκίστηκε

και ο πόνος της Ποίησης μου μίλησε

για το κενό που δεν μπορώ να γεμίσω.

 

(Photo: Leeuwarden waters, 2014. Taken with Iphone-4 and processed with VscoCam App.)