Για τη Μνημη

Το παρελθόν ελευθερώνει τη δύναμη που κρύβει ο πόνος και επιτρέπει στις ουσίες μας να καταλάβουν την τωρινή τους κατάσταση.

Την πρώτη φορά που μου μίλησε η Μνήμη, δε θυμάμαι πως την κάλεσα. Καθίσαμε μαζί στο λευκό μας τραπέζι και συζητήσαμε, κάτω απ’ το φως των αστεριών, για τη ζωή και τον Χρόνο, τη φωτιά που μένει και τη δύναμή μας. Ήταν περίεργη η γλώσσα της, αλλά την καταλάβαινα. Μεταξύ μας υπήρχε η άνεση παλιών γνωστών και τα χέρια μας μιλούσαν για όλα όσα μας ενώνουν.

Παράξενη η ώρα που περνάει αλύγιστα από πάνω μας. Παράξενη και η φύση του εαυτού μας.

Μετέπειτα γίναμε φίλες καλές, ανίκητες στα σημάδια του Χρόνου, σαν να μην τον ένοιαζε για τη φθορά μας. Τα μάτια μας έλαμπαν κάθε φορά που κοιταζόμασταν, το δέρμα μας έκαιγε απ’ όλα όσα είχαμε να πούμε η μία στην άλλη. Κάποια στιγμή, το φως των αστεριών ξεκίνησε να σβήνει και ο πόνος (μας) σταμάτησε να (μας) δίνει δύναμη. Έδινε μόνο Πόνο.

Η Μνήμη με επισκέφθηκε άλλη μία φορά. Ήταν αδύνατη και χλωμή. Τα μάτια της δεν έλαμπαν πλέον, τα χέρια της ήταν κενά. Μου έδειξε όμως τις πληγές που είχε στο σώμα της και μου είπε πως δε θα ξαναέρθει (σύντομα). Θα φύγει για λίγο ή για όσο. Θα γυρίσει πίσω (στο παρελθόν). Δεν αντέδρασα. Ήξερα πως η μέρα τούτη θα ερχόταν κάποια στιγμή. Της έσφιξα το χέρι, τη φίλησα στο μάγουλο και είπα αντίο. Γύρισα την πλάτη και καθώς έβγαινα από το δωμάτιο, έκλεισα το φως. Το γράμμα που άφησε δεν το άνοιξα ποτέ. Ίσως απόψε που θα κλείσει ο κόσμος γύρω από τον δικό μου. Ίσως και όχι. Θα το αφήσω στο λευκό μας τραπέζι, εκεί που το άφησε το βράδυ εκείνο. Όταν το ανοίξω θα ξέρω πως θα είμαι έτοιμη.


Photos: Praktica MTL 5 (1.8/50). Kodak Gold 200, 35mm film. Groningen, the Netherlands. April 2020.