Σταχτες

 

Όταν καίω τις σκιές μου
οι καπνοί είναι διάφανοι
οι φωτιές αόρατες.

Όταν καίω τις σκιές μου
όλα αλλάζουν και φθείρονται,
όλα μεταμορφώνονται
σε φως και πατρίδα.

Όταν καίω τις σκιές μου
ο κόσμος βαθαίνει
στους καθρέφτες
και στις παλιές φωτογραφίες.

Όταν καίω τις σκιές μου
ουρλιάζω
από πόνο τρέμουν τα πόδια μου
και το εγώ αυτοκτονεί.

Όταν καίω τις σκιές μου
παραπατώ στο ξύλινο πάτωμα
φυλακίζω ένα δάκρυ
και φωνάζω:

«Σκιά είναι το αίτιο της σκιάς».

(Photo: Burned Wood at Seih Sou forest. Minolta dynax 7000i, Kodak 200, 35mm film, Thessaloniki, Greece, 2016)

Στο φως

Απ’ το παράθυρο βλέπω τον ορίζοντα
ν’ ανοίγει – λευκό χρώμα μαζεύτηκε – οιωνός.
Ψυχή ορθάνοιχτη απορροφά,
με σφουγγάρι μαζεύει τα υπολείμματα
που άφησαν οι άλλοι
σαν έφυγαν ξημερώματα
(πριν ο ήλιος ανατείλει το τέλος – ευτυχία).

Όταν έτσουξε το φως την πλάτη μου
θυμήθηκα την υπόσχεση εκείνη
απ’ τα παλιά.
Πέταξα το σφουγγάρι
και σήκωσα επιτέλους τους καθρέφτες.
Η πρώτη αντανάκλαση έδειξε τον δρόμο
και άνθισε λουλούδια στις αυλές.
Η δεύτερη – επαναληπτική, επί απουσίας ζόρικη –
ίσως και να πλήγωσε
το εγώ και όχι την εμπάθειά τους.

Σήκωσα τα μάτια μου
και αντίκρυσα την λευκή ησυχία.
‘Επιτέλους’, σκέφτηκα, ‘είμαι μόνος’.
Μα το εγώ το πληγωμένο τους
είχε σταθεί από πίσω,
μαύρο όπως ήταν
ξεχώριζε στο λευκό φόντο.
Τρόμαξα, παραπάτησα και έσπασα τον πρώτο καθρέφτη.
Τα γέλια αντιλάλησαν μέσα μου
και έκλεισα τα μάτια.
{πόσος πόνος μαζεύτηκε
που δεν μας αξίζει;}
Ο φόβος μου έσκασε,
ξεφούσκωσε επίπεδος στο πάτωμα.
Η στοματική γραμμή ανυψώθηκε.

Σιγή απλωμένη,
νότες στο βάθος.
Καλύπτω τους καθρέφτες που ξέμειναν με ριχτάρια
και ξανανοίγω τις κουρτίνες.
-Φως.

(Photo: Just before the sunrise, Minolta dynax 7000i, Kodak 200, 35mm film, Leeuwarden, The Netherlands, 2015)

στην αναμονη

Ο φόβος για ένα παράθυρο

είναι παράλογος.

φόβος για τη ζωή

μη επεξεργάσιμος

Όσο και να περπατήσω

θα ξέρω

δεν θα βρω κανέναν

να με περιμένει

στην αναμονή.

Οι καρέκλες θα είναι άδειες,

οι χάρτινες κούπες του καφέ

θα στέκονται μετέωρες

-σαν από λάθος να βρίσκονται εκεί-

και κανείς δεν θα καταλαβαίνει

τη γλώσσα μου-

του σώματος και του μυαλού-

της αρρώστιας της ίδιας.

Θα αντικρύσω τις άδειες γωνίες

και θα τρέξω

να κουρνιαστώ μέσα τους,

σε μια παράδοξη προσπάθεια

να νικήσω τους φόβους μου

για τα παράθυρα.

 

19.2.2015

(Photo: The window, Khpos Kozani. Taken with Iphone-4. Edited with VscoCam App.)

 

ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Η βροχή αργεί να φανεί

πίσω από τους ουρανούς.

Ντρέπομαι

όταν τα δάκρυα στα μάτια μου

έρχονται απρόσκλητα.

Και σάμπως ανοίξω και πάλι

τις κουρτίνες της ψυχής

μήπως δω την ταραχή

και τον πόνο μέσα της;

‘Φοβάμαι’

είναι η λέξη που γράφω τα βράδια.

Φοβάμαι

και οι μέρες κυλούν αργά,

σχεδόν αγύμνωτες από ντροπή.

Φοβάμαι.

Τραγουδώ και τρέμω,

σαν ανοίγει ο ουρανός

και μαζί με το κλάμα του

ποτίσει και το δικό μου.

Τη στιγμή που γρατζουνάω ποιήματα

κάτι συμβαίνει.

Κάτι μικρό που φουσκώνει μέσα μου ξεσπά_

Γεμίζει, γεμίζει με μαρμάρινα δάκρυα,

λευκά,

στο χρώμα τ’ουρανού

τα φθινοπωρινά απογεύματα.

 

2.9.2016

(Photo: Leeuwarden, January 2015, Pentax P30, Fuji Film.)