Τον καιρο της καραντινας

Τ’ αστέρια κρύβονται,
             οι ίσκιοι εξαφανίζονται.
Πού γυρνάς τα βράδια,
             τώρα που ζέστανε ο καιρός;
Ο κόσμος φαίνεται σιωπηλός
             σχεδόν ήρεμος.
Ο αέρας όμως γεμάτος
             ανησυχία εδώ, εκεί, παντού.

Ψίθυροι εξαντλημένοι,
             αναζητούν το φως,
             αυτό που χάσαμε,
             που θρέφαμε κρυφά,
             τα βράδια αυτού του Ιουνίου.

Θέλεις να πάμε βόλτα;
Να δούμε λίγο κόσμο
      – ν α ξ ε σ κ ά σ ο υ μ ε –
Άσε μωρέ,
             τους βλέπουμε κι απ’ το παράθυρο.
Εκτός αυτού, σφίγγεται η καρδιά μου όταν το ενάμιση μέτρο γίνεται ένα,
             μετά μικραίνει
             και συρρικνώνεται
               στα 50 εκατοστά,
               40 εκατοστά,
               30 φτου και δεν βγαίνω
               ποτέ ξανά απ’ το σπίτι μου.

Οι φίλοι μου έχουν ξεχάσει το πρόσωπό μου,
εγώ έχω ξεχάσει τ’ όνομά μου
και αργά τρώω τα σωθικά μου
ανασαίνω αέναη ανησυχία
        – σωπαίνει η ψυχή –

Εισπνοή – Εκπνοή.
Μέρες έχω ν’ ακούσω τη φωνή μου
να βοά στην ησυχία,
και τρομάζω.
             Μήπως έφυγε;
             Εξαφανίστηκε;
             Ελευθερώθηκε;
Καμία απάντηση.

Τελείωσε ή ακόμη;
             αναρωτιέμαι.
Δεν ακούω τίποτα.
             Ησυχία.
             Έρχεται καταιγίδα.


Photo: Nikon F75 (28-100mm). LomoChrome Purple, 100-400, 35mm film. Groningen, the Netherlands. May 2020.

εκεινες τις μερες

Περιμένοντας την βροχή

ψάχνοντας το φως

ξεχνάω τις τελείες στις προτάσεις μου,

ξεχνάω ν’ αλείψω τις φέτες το πρωί,

και τρέχω τρελαμένη

πάνω κάτω στους δρόμους μας

 

θορύβους ακούω που δεν κατανοώ

όταν ανοίγετε τα στόματά σας,

κεφάλια στους δρόμους που γυρνούν

μετράω

 

οι ώρες

οι μέρες

οι νύχτες σας με τις δικές μου

δεν συμπίπτουν

και φτου ξανά απ’ την αρχή.

 

PhotoBourtange Fortress in Southeast Groningen. November 2017. The Netherlands. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film. Scanned with CanonScan 9000f Mark II. 

Χωρις Τιτλο

Περιμένω στο σκοτάδι

απλή και απεριποίητη

με το φως να κρέμεται από πάνω μου

να καίει,

πάνω από πτώματα

φθηνών βιβλίων.

 

Κάτι σπάει

κάτω από τον πόνο της ώρας-

τα χαμόγελα σβήνουν,

ο εγωισμός φθίνει.

 

Βαραίνουν οι ώμοι μου

και κλάιω

με γέλιο ψεύτικο

φτιάχνω σταθμούς αγάπης,

χαρτοτεχνίες.

 

Φουσκώνουν τα νερά και πάλι

στα μάτια μου-

χωρίς επιστροφή

ο πόνος της ημέρας.

 

Παρακαλώ μην καπνίζετε.

Η ώρα κομμένη στα δύο,

σαν το τσιγάρο που δεν βρήκε χείλη να φιλήσει.

 

Βρώμικα νερά,

ο πόνος μεγαλώνει,

φωτίζει τον χώρο

και δεν μεταμορφώνεται.

Αγχώνεται για όλα όσα δεν ειπώθηκαν.

 

Ξυπνητήρια που τσιρίζουν

δεν έχουν θέση εδώ.

Γείτονες κουφοί,

φωνές αδιάφορες.

Κλειστές κουρτίνες,

λόγια κοφτά.

 

Μήπως να βγω

από το σπίτι που χτίζαμε μαζί;

 

Το πάτωμα τρέμει,

οι τοίχοι ποτίζουν

από την ησυχία.

 

Ίσως η σιωπή σου αυτή

να είναι η αρχή του τέλους.

 

Στα νωρίς σκοντάψαμε,

στα τώρα ανθίσαμε

και ίσως,

λέω ίσως,

το μετά να μας λυπηθεί.

Ας μην κλάψω άλλο.

 

(Photo: Pentax P30, Ilford 200, Amsterdam, 2014.)

Μεταεορτιο

Η αντανάκλασή μου
θύμισε την άπνοια της ζωής.
Ερωτευμένοι φίλοι
με τις θαμπές λέξεις.
Ερωτευμένοι οι τοίχοι
με τη σιωπή.
Κοιτώ τα δάχτυλα των ποδιών μου
και αναπνέω,
ζωή και θάνατο
μαζί με χώμα
φτιάχνουν τον πόνο μας.
Οι άνθρωποι φεύγουν
πίσω από τις πόρτες κλαίνε
και αφήνουν τις λέξεις
να κρέμονται
σα ξεχασμένα γιορτινά στολίδια
να θυμίζουν την επαφή
και την αγάπη.

-Πόνος

(Photo: Turin 2016, Canon EOS 1000D, Edited with Lightroom.)

Στο δωματιο

Εδώ, μαζί με όλες τις ευθείες του δωματίου
θα ξεκινήσω συζήτηση,
σοβαρή και μετρημένη
δε θ’ απολογηθώ
στις λέξεις, στους τόνους,
στις καινούργιες γωνίες
που χτίσαμε μαζί.

Γίνεται προσωπικό
το γράψιμο της Αφροδίτης.
Γίνεται ειρωνικό,
το γράψιμο του Πόνου.

Κύματα οι γραμμές από πάνω μου.
Ερωτευμένα σχέδια της φύσης
περιπλέκονται στα κείμενά μου.
Ευτυχώς κανείς δε διαβάζει όσα γράφω,
έτσι η ουσία της ψυχής μου
παραμένει άφθαρτη
ανέγγιχτη, αυθεντική
με αμέτρητα άλλα άλφα
που αποφεύγω να ονοματίσω.

Συμπυκνωμένα νοήματα
θυμίζουν την αγάπη.
Ξεχνιόμαστε για ώρες
πάνω από το πικάπ.
Περιεργαζόμαστε τις μορφές μας
στον καθρέφτη,
αλληλοκοιταζόμαστε.
– Τρόμος –
Γιατί όσα ζητώ
ίσως να μην μπορείς να μου δώσεις
χωρίς να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη.
Θέλω να μ’ αναγνωρίζεις
τα βράδια στο σκοτάδι,
ανάμεσα στο πλήθος,
σε παλιές φωτογραφίες,
στο βαθούλωμα που αφήνω στο μαξιλάρι μου.

Το θέλω απέχει πολύ από το μπορώ
είπες, και συμφώνησα.

Άφησα για μια στιγμή
τα παράθυρα ανοιχτά,
μπήκε βροχή στο σπίτι
και λέρωσε το πάτωμα.

Μαζί με τις λάσπες
τα πόδια μας
κάνουν κύκλους σε μωσαϊκό
ψευδαισθήσεων.

Πήρα τα φάρμακά μου
από τα άδεια μπουκαλάκια
στο συρτάρι δίπλα στο κομοδίνο.
Ξάπλωσα δίπλα στο κρεβάτι
και άνοιξα συζήτηση με το πάτωμα.
Είχε πολλά να μου πει
και εγώ ν’ ακούσω.
Απορούσες με την υπομονή μου
και εγώ με την αναισθησία σου.
Ξέρεις πόσο πόνο κρύβει το πάτωμά μας;
σου είπα αλαφιασμένη
και έτρεξες να μ’ αγκαλιάσεις,
ώσπου ακόμη και το πάτωμα
δάκρυσε με τους λυγμούς σου.

(Photo of my family’s old place, Kozani GR, Nov 2013. Pentax P30)

Και τα παραθυρα

Και τα παράθυρα,

αυτά τα μισόκλειστα παράθυρα

με τρομάζουν.

Οι σκιές παίζουν παρέα

με το φως που

τρεμοπαίζει στις γωνίες.

Κλείστε αυτά τα παράθυρα,

δεν αντέχω να μυρίζω

τον έξω κόσμο.

 

11.2.2015

(Photo: Buffavento Castle, Cyprus 2014. Iphone-4, edited with VscoCam App.)

Η ΑΡΧΗ

Όταν ξεκίνησα από την αρχή, έτρεμα.

Τον πόνο και τη δυστυχία ζωγράφιζα στο μυαλό,

ώσπου μια μέρα πέθανα.

Πίσω από τους καθρέφτες,

στις άδειες σελίδες,

πέθανα.

Έψαχνα να βρω τον τρόπο να δραπετεύσω τον θάνατο,

όμως η ώρα των δευτερολέπτων είχε σταματήσει

και εγώ μετρούσα μόνο αστέρια.

Μικρά, θαμπά, αποτελειωμένα

τα μετρούσα με στόμα στεγνό

και μορφή ξασπρισμένη.

Ο κόσμος πίσω από τα καμμένα λουλούδια είχε μαυρίσει.

Και το μέτρημα εξαφανιζόταν πίσω από τα σύννεφα.

Η σιωπή πίσω από το πέπλο

απλωνόταν στα χέρια μου

σαν τον αφρό της θάλασσας

στο άγριο κύμα του Αυγούστου.

Δεν μπορούσα να βρω πώς να γυρίσω

πίσω στα παλιά βιβλία

και τις γραμμένες σελίδες.

Ο δρόμος είχε ερωτευτεί την άβυσσο

και θρεφόταν από καινούργιους θανάτους.

Όμως στο βάθος,

πίσω από τα κλεισμένα παράθυρα,

βρήκα ένα φως.

Έκαιγε μικρό στο σκοτάδι,

φτιαγμένο από χέρια,

δυνατό και μόνο.

Οι αντανακλάσεις της σιωπής γύρω μου χάθηκαν,

στο πρώτο φως που βρήκα στο σκοτάδι.

Η μια ζωή που έζησα δεν φτάνει

για να ξεφύγω από τις γκρίζες λέξεις.

Μα σα γυρνούσα το κεφάλι,

αποφασισμένος να επιζήσω το θάνατο,

μια φωνή αχνή και ξεφτισμένη ακούστηκε,

πίσω από το φως.

Το μέσα μου άναψε,

ο θάνατος σκίστηκε

και ο πόνος της Ποίησης μου μίλησε

για το κενό που δεν μπορώ να γεμίσω.

 

(Photo: Leeuwarden waters, 2014. Taken with Iphone-4 and processed with VscoCam App.)

ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Ο πόνος στο στήθος αρνείται

να μείνω ή να φύγω;

Άπραγος ο νους.

σε νότες άγραφτες

η ζωή κράζει μορφές.

Βήματα, βαθιά στο έδαφος

χαρακώνουν μνήμες.

Νεκρές οι ζωές μας-

Πάλεται ο χρόνος

ο άτρωτος –

ο απόρθητος –

Δεν έχω που να πάω

την κρύα νύχτα

σαν πέσει το φως

και λάμψουν τα δάκρυα.

Και ζηλεύω την άγνοια

των πάντων απ’ όπου

οσμές και χρώματα

καταστρέφουν κάπως

-ως να ξυπνήσω-

τον παράλογο εκείνο

φόβο μου για τα παράθυρα_

16.4.2015

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ ΠΟΥ ΦΟΡΩ

Τα μαύρα ρούχα που φορώ

ίσως να μη δουν ποτέ το φως της μέρας,

σαν όλα όσα γράφτηκαν εδώ

ίσως να μην διαβαστούν ποτέ.

Όμως γράφτηκαν σε στιγμές

βαριάς σιωπής

όταν οι άλλοι έστρεφαν

το βλέμμα αλλού,

όταν τα φώτα στο δωμάτιο

έσβησαν, και το στόμα

σχίστηκε στα δύο.

17.10.2015