Τα πουλια

Ένα κοράκι κράζει
πάνω από το κεφάλι μου.
Βήματα κάνω προς τα πίσω
σε αόρατα σκοινιά ηλεκτρισμού.
Ένα τρίξιμο λαιμού
επάνω σε φως άσβεστο-
Μαύρο κοράκι,
πουλιά που στοιχειώνουν
τα βράδια μας
και τις ζωές μας
(και τις ζωές μας)_

24.1.2015

(Photo: Leeuwarden 2014, Canon EOS 1000D, Edited with Lightroom.)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΑ

Να γράψω, να γράψω. Για το τίποτα και για το τώρα. Για το μετά δε θα μιλήσω, το ζω τώρα δυνατά και δακρύβρεχτα. Σιωπή και ξερατό λέξεων παντού. Πού να μιλήσω στην Ποίηση, δεν έχει χρόνο για μένα. Με ξεχνά στα άδεια τετράδια και πολλές φορές με βρίζει. Με φτύνει στα μούτρα και εγώ προχωρώ, γυμνωμένη από λόγια μα γεμάτη συναισθήματα, πίσω στο παρελθόν. Τι θες από τη ζωή μου Ποίηση; Όταν μου δίνεις λόγια να γεύομαι, σε αποζητώ. Όταν μου φτύνεις λέξεις ξένες και κενές, ξεχνώ από πού ξεκίνησα.

Στο άπειρο και στην πατρίδα ξαναξεκινώ το ταξίδι μου. Με βρεμένο κεφάλι και πόνο στο στήθος βρίσκω την αληθινή μου φωνή. Της δίνω λόγο και ήθος, λίγη ντροπή από συνήθεια και ξεκινάμε μαζί κάτω από τα φεγγάρια που ξέχασα να σβήσω. Απαλύνω την αρρώστια του σώματος και τρεκλίζω στην αρρώστια του μυαλού. Το ‘καλά’ γίνεται ‘ίσως πόνος’ πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελα.

Τρομάζω στην σκέψη που δεν μπορώ να αποφύγω και φοβάμαι. Φοβάμαι τις λέξεις εκείνες τις αληθινές, τις καινούργιες που φτιάχνονται από χώμα και ήλιο, εκείνες που λερώνουν τα τετράδια και γεμίζουν τον χώρο με φως. Φοβάμαι το βλέμμα εκείνο το πατρικό της άρνησης, της κοροϊδίας, του εξευτελισμού, της ντροπής.

Είναι δύσκολο να ζω με τον εαυτό μου, είναι δύσκολο να ακούω λόγια που δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν. Είναι δύσκολο να ορίζω την ζωή από απόσταση. Και όπως τρομάζω στην δυσκολία, έτσι τρομάζω και στις λέξεις, τις κενές, τις άδειες, τις κούφιες, που τα στόματα που τις ηχούν δεν ξέρουν τι σημαίνουν, δεν ξέρουν τι σημαίνουν, δεν ξέρουν τι σημαίνουν.

Και σκοτίζω τις γωνίες μου, τις εμμονικές μου λέξεις, συρρικνώνω τη μορφή μου και γίνομαι φως. Φως που απορροφά την αμφιβολία από τα πρόσωπά τους και αλητεύει τα βράδια. Φως που ξεχνά από πού ξεκίνησε. Φως που τρομάζει τις ψυχές τους, μα δημιουργεί κομμάτια του εαυτού μου. Δημιουργεί ακτίνες αγάπης και σπάει την ντροπή. Δημιουργεί θυμό και τον μεταμορφώνει.

Σκοτείνιασε και οι φωνές απ’ έξω μ’ ενοχλούν. Αγοράζω ησυχία, σαν γεμίσεις το στόμα σου με αιώνια σιωπή και σκασμό. Με τους γείτονες ποτέ δεν τα κατάφερα. Αμοιβαίος εκνευρισμός, αμοιβαίος συμβιβασμός. Σκασμός και πάμε παραπέρα.

(Photo: the Abstract Window, Minolta dynax 7000i, 35mm film, Leeuwarden, The Netherlands, 2015.)

στην αναμονη

Ο φόβος για ένα παράθυρο

είναι παράλογος.

φόβος για τη ζωή

μη επεξεργάσιμος

Όσο και να περπατήσω

θα ξέρω

δεν θα βρω κανέναν

να με περιμένει

στην αναμονή.

Οι καρέκλες θα είναι άδειες,

οι χάρτινες κούπες του καφέ

θα στέκονται μετέωρες

-σαν από λάθος να βρίσκονται εκεί-

και κανείς δεν θα καταλαβαίνει

τη γλώσσα μου-

του σώματος και του μυαλού-

της αρρώστιας της ίδιας.

Θα αντικρύσω τις άδειες γωνίες

και θα τρέξω

να κουρνιαστώ μέσα τους,

σε μια παράδοξη προσπάθεια

να νικήσω τους φόβους μου

για τα παράθυρα.

 

19.2.2015

(Photo: The window, Khpos Kozani. Taken with Iphone-4. Edited with VscoCam App.)

 

ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Η βροχή αργεί να φανεί

πίσω από τους ουρανούς.

Ντρέπομαι

όταν τα δάκρυα στα μάτια μου

έρχονται απρόσκλητα.

Και σάμπως ανοίξω και πάλι

τις κουρτίνες της ψυχής

μήπως δω την ταραχή

και τον πόνο μέσα της;

‘Φοβάμαι’

είναι η λέξη που γράφω τα βράδια.

Φοβάμαι

και οι μέρες κυλούν αργά,

σχεδόν αγύμνωτες από ντροπή.

Φοβάμαι.

Τραγουδώ και τρέμω,

σαν ανοίγει ο ουρανός

και μαζί με το κλάμα του

ποτίσει και το δικό μου.

Τη στιγμή που γρατζουνάω ποιήματα

κάτι συμβαίνει.

Κάτι μικρό που φουσκώνει μέσα μου ξεσπά_

Γεμίζει, γεμίζει με μαρμάρινα δάκρυα,

λευκά,

στο χρώμα τ’ουρανού

τα φθινοπωρινά απογεύματα.

 

2.9.2016

(Photo: Leeuwarden, January 2015, Pentax P30, Fuji Film.)