Η Αρχη

Όταν ξεκίνησα από την αρχή,

έτρεμα.

Τον πόνο και τη δυστυχία ζωγράφιζα

στο μυαλό,

ώσπου μια μέρα πέθανα.

Πίσω από τους καθρέφτες,

στις άδειες σελίδες,

πέθανα.

 

Έψαχνα να βρω τον τρόπο να

δραπετεύσω τον θάνατο,

όμως η ώρα των δευτερολέπτων

είχε σταματήσει

και εγώ μετρούσα μόνο αστέρια.

Μικρά, θαμπά, αποτελειωμένα

τα μετρούσα με στόμα στεγνό

και μορφή ξασπρισμένη.

Ο κόσμος πίσω από τα καμένα λουλούδια

είχε μαυρίσει.

Και το μέτρημα εξαφανιζόταν

πίσω από τα σύννεφα.

Η σιωπή πίσω από το πέπλο

απλωνόταν στα χέρια μου

σαν τον αφρό της θάλασσας

στο άγριο κύμα του Αυγούστου.

Δεν μπορούσα να βρω πώς να γυρίσω

πίσω στα παλιά βιβλία

και τις γραμμένες σελίδες.

 

Ο χρόνος είχε ερωτευτεί την άβυσσο

και θρεφόταν από καινούργιους θανάτους.

Όμως στο βάθος,

πίσω από τα κλεισμένα παράθυρα,

βρήκα ένα φως

φτιαγμένο από χέρια.

Έκαιγε μικρό στο σκοτάδι,

δυνατό και μόνο.

Οι αντανακλάσεις της σιωπής γύρω μου

χάθηκαν,

στο πρώτο φως που βρήκα στο σκοτάδι.

Η μια ζωή – ίσως να ήταν και εφτά – που έζησα

δεν φτάνει για να ξεφύγω

από τις γκρίζες λέξεις.

Μα σαν γυρνούσα το κεφάλι,

αποφασισμένη να επιζήσω τον θάνατο,

μια φωνή αχνή και ξεφτισμένη ακούστηκε

πίσω από το φως.

 

Το μέσα μου άναψε,

ο θάνατος σκίστηκε

και ο πόνος της Ποίησης μου μίλησε

για το κενό που δεν μπορώ να γεμίσω.

 

Photos: Nikon F75 (28-100mm). Kodak Ultra Max 400, 35mm film. Stadspark, Groningen, The Netherlands. February 2020. 

Ο Ταξιδιωτης

Ίσως ο κόσμος να είναι μικρός

για τον πόνο του,

σκέφτηκε,

και σήκωσε τα μανίκια του

για να κλάψει.

 

Πόσο ακόμη ν’ αναβάλλει

την αναχώρησή του;

Προς τα εμπρός

ή προς τα πίσω

η ψυχή του καίγεται

στην εξορία

και ο πόνος τρυπά

κάθε ζωή

που θέλησε να χτίσει

από αγάπη και άμμο.

 

Κοίτα τον πως σέρνεται,

σαν ερπετό την ώρα του θανάτου

που κατάπιε το ίδιο του το δηλητήριο

και τώρα,

– και τώρα τί; –

τί θ’ απογίνει,

σκέφτηκε,

ο κόσμος χωρίς αγάπη;

Χωρίς τον εαυτό του

και την λευκή του αντανάκλαση;

 

Σιωπή έπεσε,

πίσω από τ’ άστρα,

και το φως που ζωγράφιζε σκιές

πίσω από τον ορίζοντα

έλιωσε τα ροζιασμένα χέρια του.

«Είμαι έτοιμος» ξεστόμισε,

και χάθηκε ξανά μέσα στη νύχτα.

 

16.6.2016

(Photo taken with Canon EOS 1000D, edited with VscoCam. Check the rest of this photo series here.)

Στο φως

Απ’ το παράθυρο βλέπω τον ορίζοντα
ν’ ανοίγει – λευκό χρώμα μαζεύτηκε – οιωνός.
Ψυχή ορθάνοιχτη απορροφά,
με σφουγγάρι μαζεύει τα υπολείμματα
που άφησαν οι άλλοι
σαν έφυγαν ξημερώματα
(πριν ο ήλιος ανατείλει το τέλος – ευτυχία).

Όταν έτσουξε το φως την πλάτη μου
θυμήθηκα την υπόσχεση εκείνη
απ’ τα παλιά.
Πέταξα το σφουγγάρι
και σήκωσα επιτέλους τους καθρέφτες.
Η πρώτη αντανάκλαση έδειξε τον δρόμο
και άνθισε λουλούδια στις αυλές.
Η δεύτερη – επαναληπτική, επί απουσίας ζόρικη –
ίσως και να πλήγωσε
το εγώ και όχι την εμπάθειά τους.

Σήκωσα τα μάτια μου
και αντίκρυσα την λευκή ησυχία.
‘Επιτέλους’, σκέφτηκα, ‘είμαι μόνος’.
Μα το εγώ το πληγωμένο τους
είχε σταθεί από πίσω,
μαύρο όπως ήταν
ξεχώριζε στο λευκό φόντο.
Τρόμαξα, παραπάτησα και έσπασα τον πρώτο καθρέφτη.
Τα γέλια αντιλάλησαν μέσα μου
και έκλεισα τα μάτια.
{πόσος πόνος μαζεύτηκε
που δεν μας αξίζει;}
Ο φόβος μου έσκασε,
ξεφούσκωσε επίπεδος στο πάτωμα.
Η στοματική γραμμή ανυψώθηκε.

Σιγή απλωμένη,
νότες στο βάθος.
Καλύπτω τους καθρέφτες που ξέμειναν με ριχτάρια
και ξανανοίγω τις κουρτίνες.
-Φως.

(Photo: Just before the sunrise, Minolta dynax 7000i, Kodak 200, 35mm film, Leeuwarden, The Netherlands, 2015)

Και τα παραθυρα

Και τα παράθυρα,

αυτά τα μισόκλειστα παράθυρα

με τρομάζουν.

Οι σκιές παίζουν παρέα

με το φως που

τρεμοπαίζει στις γωνίες.

Κλείστε αυτά τα παράθυρα,

δεν αντέχω να μυρίζω

τον έξω κόσμο.

 

11.2.2015

(Photo: Buffavento Castle, Cyprus 2014. Iphone-4, edited with VscoCam App.)