Οταν αλλαζει ο καιρος

Όταν αλλάζει ο καιρός

οι πληγές μικραίνουν,

σχεδόν εξαφανίζονται.

 

Τις μικρές ώρες της νύχτας

τσούζουν,

λες και ο χρόνος δεν τις επιτρέπει

να γιάνουν.

 

Η θύμησή τους, τώρα ζωγραφισμένη

με ασπρόμαυρο μελάνι,

σε μπεζ φόντο,

πονά σε ανύποπτες στιγμές,

ακόμη και όταν

ο ήλιος καίει το δέρμα,

ακόμη και όταν η βροχή

λούζει το σώμα.

 

Ίσως στο μέλλον

να μην τις νιώθω πια,

τότε,

που θα έχω νικήσει τον θάνατο.


Photo: Nikon F75 (28-100mm). Color Negative, 35 mm, ISO 800. Stadspark Groningen, the Netherlands. March 2020.

Καλοκαιρι

Θυμάσαι που τρώγαμε καρπούζι τα βράδια,

κάτω απ’ το θολό φεγγάρι;

Και πως σκουπίζαμε τα πόδια μας απ’ την άμμο,

πριν μπούμε στ’ αυτοκίνητο;

 

Τώρα, τα πόδια μου αγαπούν το φρεσκοκομμένο χόρτο,

καίγονται στις αμμουδιές του χρόνου και

μεταμορφώνουν την στάση του σώματος.

Από τα τσιμπήματα των κουνουπιών

μπορώ να πω ότι ηρέμησα. Με ζούληξαν

πολύ όταν μετρούσα μονά φεγγάρια.

 

Έτσι κλείνει η φωνή μου, μ’ εγκαταλείπει

πριν προλάβω ν’ αρπάξω λίγο ησυχία.

 

Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο

σταματώ να ονειρεύομαι. Μυρίζω το δέρμα

και ξύνω αλάτι, να το βάζω στις πληγές τον χειμώνα.

Αλάτι πολύ μυρίζει μέσα μου και αλλοιώνει

ό, τι παιδικό έχω ορίσει.

 

Κάτω απ’ το φεγγάρι, λοιπόν, γιορτάζω.

Το πριν και το τώρα για το αύριο και

θυμάμαι όσα καλοκαίρια θέλουν να ξεχαστούν.

Με ιδρώτα και πόνο, με κλειστή φωνή

τραγουδώ ξενικές νότες και καθώς

απομακρύνω την πατρίδα, δεν γυρνώ

να κοιτάξω στον καθρέφτη. Έχω φύγει.

 

Photo: Parga, Greece. July 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film.

Οι πασχαλιτσες

[όταν συλλέγαμε πασχαλίτσες πίσω από το σχολείο…]

 

Με πασχαλίτσες

πίσω απ’ το σχολείο,

γνωριζόμαστε.


Ο ήλιος καίει

τα κόκκινα μάγουλα,

πασχαλίτσες στην τσέπη.


Τα γόνατα πονούν,

χέρια γεμάτα χώματα

άδειες οι τσέπες.


Χωρίς τον ήλιο

τέλος το παιχνίδι,

παμε στο σπίτι.


Με λευκά χέρια

καίνε οι πέτρες μας

κ’ οι πασχαλίτσες.

 

Photo: Belvedere, Vienna, 2017. Canon EOS 1000D, edited with Lightroom. 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΗΣΙΟΥ (ΑΝΔΡΟΣ)

Βογκούν οι πέτρες σαν πατώ με γνώση
βουίζει κι ο άνεμος τα βράδια,
γύρω από τον έναστρο ουρανό.
Αγριάδα και πόνος κρύβεται,
πίσω απ’ τα ξασπρισμένα σπίτια.
Φωνές παγωμένες στον χρόνο.

Το φως της μέρας στα μέρη τούτα
μεταμορφώνεται τα βράδια,
ελευθερώνει ψυχή και πόνο.

Θα μπορούσα να στέκομαι ώρες,
να γδέρνεται το δέρμα μου από τους ανέμους,
όμως ο ήλιος με υπνώτισε,
μου’ δωσε κούραση ημερών
και μου νέκρωσε τους μυς.

Στην κοίμησή του το νησί,
αλλοιώνει τον θόρυβο,
χτίζει κόσμους πιθανούς
και γεμίζει ανθρώπους ανάλαφρους.

Ο ήχος του ανέμου θροΐζει
ανάμεσα στα δέντρα.

Σκληρός και τραχύς,
νωθρός και έντρομος
να προλάβει να γδάρει γη
πριν ξεπροβάλει ο ήλιος ξανά
πάνω από τα σύννεφα.

Η μυρωδιά των γιασεμιών στις αυλές
συναντά τα όνειρα
στην αρμύρα της θάλασσας.

Αιγαίο και ήλιος,
μαζί βάλσαμο των αιώνων.

Η αγριάδα, η ασκήμια, η στέγνα των βράχων
μαζί με τον άνεμο τραγουδούν
για τη σελήνη
και το καλοκαίρι
που μοιραστήκαμε.

Άνδρος, Αύγουστος 2016.