ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΗΣΙΟΥ (ΑΝΔΡΟΣ)

Βογκούν οι πέτρες σαν πατώ με γνώση
βουίζει κι ο άνεμος τα βράδια,
γύρω από τον έναστρο ουρανό.
Αγριάδα και πόνος κρύβεται,
πίσω απ’ τα ξασπρισμένα σπίτια.
Φωνές παγωμένες στον χρόνο.

Το φως της μέρας στα μέρη τούτα
μεταμορφώνεται τα βράδια,
ελευθερώνει ψυχή και πόνο.

Θα μπορούσα να στέκομαι ώρες,
να γδέρνεται το δέρμα μου από τους ανέμους,
όμως ο ήλιος με υπνώτισε,
μου’ δωσε κούραση ημερών
και μου νέκρωσε τους μυς.

Στην κοίμησή του το νησί,
αλλοιώνει τον θόρυβο,
χτίζει κόσμους πιθανούς
και γεμίζει ανθρώπους ανάλαφρους.

Ο ήχος του ανέμου θροΐζει
ανάμεσα στα δέντρα.

Σκληρός και τραχύς,
νωθρός και έντρομος
να προλάβει να γδάρει γη
πριν ξεπροβάλει ο ήλιος ξανά
πάνω από τα σύννεφα.

Η μυρωδιά των γιασεμιών στις αυλές
συναντά τα όνειρα
στην αρμύρα της θάλασσας.

Αιγαίο και ήλιος,
μαζί βάλσαμο των αιώνων.

Η αγριάδα, η ασκήμια, η στέγνα των βράχων
μαζί με τον άνεμο τραγουδούν
για τη σελήνη
και το καλοκαίρι
που μοιραστήκαμε.

Άνδρος, Αύγουστος 2016.