Το κολυμπι

Στην θάλασσα μέσα τον σέρνουν,

στα χέρια τους τον βαστούν,

είναι γέρος,

το ξέρει,

το ξέρουν.

 

Προσπαθεί να σταθεί,

σκοντάφτει,

τρόμος.

Το κύμα εναντιώνεται,

σκοτοδίνη,

ώμος.

Κρατήθηκε,

την τελευταία στιγμή

πριν το κύμα σπάσει.

 

Με αργές κινήσεις φτάσανε

πέρα από τις νοητές γραμμές της θάλασσας

τον έσπρωξαν,

αφέθηκε.

Σαν τις μέρες εκείνες τις ξέγνοιαστες

αφέθηκε.

Ο πόνος εξαφανίστηκε,

τα πόδια ξεδιπλώθηκαν,

λύθηκε_

 

Ελευθερία κινήσεων.

Στην θάλασσα όλα είναι.

 

Ο γιος του μπήκε στα βαθιά να τον πάρει

όταν τα δάκρυα είχαν ήδη στεγνώσει.

 

Photo: Spiaggia Capriccioli, Sardinia, Italy. Canon EOS 1000D, edited with VscoCam. 

Καλοκαιρι

Θυμάσαι που τρώγαμε καρπούζι τα βράδια,

κάτω απ’ το θολό φεγγάρι;

Και πως σκουπίζαμε τα πόδια μας απ’ την άμμο,

πριν μπούμε στ’ αυτοκίνητο;

 

Τώρα, τα πόδια μου αγαπούν το φρεσκοκομμένο χόρτο,

καίγονται στις αμμουδιές του χρόνου και

μεταμορφώνουν την στάση του σώματος.

Από τα τσιμπήματα των κουνουπιών

μπορώ να πω ότι ηρέμησα. Με ζούληξαν

πολύ όταν μετρούσα μονά φεγγάρια.

 

Έτσι κλείνει η φωνή μου, μ’ εγκαταλείπει

πριν προλάβω ν’ αρπάξω λίγο ησυχία.

 

Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο

σταματώ να ονειρεύομαι. Μυρίζω το δέρμα

και ξύνω αλάτι, να το βάζω στις πληγές τον χειμώνα.

Αλάτι πολύ μυρίζει μέσα μου και αλλοιώνει

ό, τι παιδικό έχω ορίσει.

 

Κάτω απ’ το φεγγάρι, λοιπόν, γιορτάζω.

Το πριν και το τώρα για το αύριο και

θυμάμαι όσα καλοκαίρια θέλουν να ξεχαστούν.

Με ιδρώτα και πόνο, με κλειστή φωνή

τραγουδώ ξενικές νότες και καθώς

απομακρύνω την πατρίδα, δεν γυρνώ

να κοιτάξω στον καθρέφτη. Έχω φύγει.

 

Photo: Parga, Greece. July 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film.

ακουσε με για λιγο

Άκουσε με για λίγο,

κάτω απ’ τ’ αστέρια

το παρελθόν παραμένει παρελθόν.

 

Όλα κινούνται γύρω μας

δίχως να γνωρίζουμε που πάμε.

Ξέρετε μήπως εσείς;

 

Ξένοι είμαστε με τον κόσμο

και ξένοι θα παραμείνουμε.

 

Σκέψεις βγαλμένες απ’ το βαθύ

μπλε του ουρανού.

Ιούνης μήνας,

κοίτα πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός.

 

Σκορπισμένος ο νους,

πίσω απ’ τα δέντρα χαμένος.

 

Μελετάω εικόνες και λέξεις,

ώστε να καταφέρω ξανά

ν’ ανασάνω.

 

Photo: Groningen, the Netherlands, May 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film.

Τα χερια μου

Τα χέρια μου είναι δύο

ακούραστοι εργάτες,

δεν γκρινιάζουν, ούτε βρίζουν

την αδικία της ζωής.

 

Τα χέρια μου έχουν το θαμπό χρώμα

ενός κίτρινου θεού, που βαρέθηκε

ν’ αλλάξει παλέτα χρωμάτων.

 

Τα χέρια μου δουλεύουν σκληρά,

τα δάχτυλα χαϊδεύουν τις δυσκολίες.

 

Κάθε χέρι έχει πέντε μακρουλά δάχτυλα,

και κάθε δάχτυλο έχει τρία μικρά κόκκαλα

για να μπορεί να χορεύει ελεύθερα.

Ο αντίχειρας έχει δύο, είναι δυσκίνητος

και ντρέπεται γι’ αυτό.

Οι υπόλοιποι γιορτάζουν την ομοιότητά τους

με αλληλέγγυες κινήσεις.

 

Το κάθε δάχτυλο έχει όμορφα περιγράμματα

και θαμπά νύχια.

Όλα μαζί εργάζονται για να μπορώ

να δημιουργώ, να στέκομαι, να ορίζω.

 

Αγαπώ τα δυο μου χέρια

και τα δάχτυλά τους.

Τα φροντίζω κάθε μέρα με

γιορτινές κουβέντες

και ας δακρύζει το φεγγάρι.

 

Δεν θα άλλαζα τα χέρια μου

με τίποτα στον κόσμο.

Ό, τι μου έχουν προσφέρει

δύσκολα ξεχνιέται.

Με κόπο και ιδρώτα είναι πλέον επαγγελματίες.

 

Χορεύουν τα βράδια

κάτω απ’ τον ίσκιο του πρωινού μόχθου.

Λυγίζουν τα κόκκαλά τους

σε κάθε ευκαιρία

γιορτάζουν την ύπαρξη τους.

 

Δεν ξεκουράζονται ποτέ

τα χέρια μου.

Σε ώρες σκοτεινές

ξαγρυπνούν για χάρη μου.

Μαθαίνουν καινούργια κόλπα,

βελτιώνονται

και μου δείχνουν με στοργή

τον δρόμο με τις χοντρές πέτρες.

 

Άλλη μία ημέρα σκληρής δουλειάς

για τα χέρια μου.

 

Photo: the writer’s hands somewhere in Friesland in the beginning of 2013. Pentax P30, 35mm film.

 

The Ones From {2013}

[One for you and one for me]

Εγώ είμαι η γραμμή

της Αρχής

και του Τέλους.

Ποιητική μορφή

ζητά το κενό.

Η ανάσα σου στεγνή,

όπως τα φύλλα

στις αρχές του χειμώνα.

Χάνοντας και βρίσκοντας

την έμπνευση.

Τα παραμύθια

είναι αντανακλάσεις της ζωής

που δεν μπορείς να έχεις.

Τι και αν εγώ σταμάτησα,

η Γη ακόμη γυρίζει.

Αγάπα με

και ας σβήσουν όλα τα αστέρια.

Η ησυχία είναι γαλήνη,

είναι συνείδηση.

Αγέρωχη

αλήθεια

των ματιών σου.

Ξέχασες τα γυαλιά σου στο τραπέζι,

έχουν σπάσει από τη σιωπή.

Η ησυχία

(με)

τρομάζει.

Ξανά στην κατηφόρα,

αυτή τη φορά πιο

βαθιά.

Όταν ο ουρανός είναι γαλάζιος,

δεν φοβάμαι τίποτα.

Μίλησέ μου για εκείνα

που δεν θα δω

ποτέ.

Και όμως

η ζωή

είναι άγουρη.

_____

Particles of memories

that just begin

to unravel.

A feeling

of sorrowful

happiness.

 

(Photo: Leeuwarden sunset, 2013, The Netherlands. Canon EOS 1000D, 35-80mm, Lightroom with VscoCam. Sunset series. )

Μια μικρη αγερωχη φωνη

Ο χρόνος μεταμορφώνεται

τις μέρες που γράφω με ορμή,

σταματά και μετατρέπει

κάθε οργή

κάθε μίσος

κάθε αρνητικότητα,

σε ουσιαστικό εσωτερικής ευρυχωρίας.

 

Η μεταμόρφωση συνεχίζεται

τα βράδια, όταν το μυαλό

κάνει πως κοιμάται,

μα κρυφά απ’ όλους

χτίζει κόσμους

ικανούς να χωρέσουν

στις στενές γραμμές των τετραδίων.

 

Σας βλέπω στον ύπνο μου,

που γελάτε βεβιασμένα

και καίτε τις λέξεις

που σας καίνε.

Ο ύπνος ο δικός μου

εξαφανίζεται, όταν λέτε

ψέματα στον ξύπνιο σας.

– αρνητικά πρόσημα που θετικοποιούνται –

Και στους χορούς που σέρνετε

τα βράδια σας θεοποιώ,

σαν ιέρειες χαμένων πολιτισμών,

στον βωμό σας ρίχνω

για να μάθω κάτι

από την πανουργία σας.

 

Βλέπετε,

είμαι μικρή, ανίκανη

να περπατήσω μόνη μου

σε πέτρες που ζεματάνε.

 

Είμαι μικρή,

αγέρωχη φωνή που κλαίει

όταν ακούει τα ψέματα

που λέτε στον εαυτό σας.

 

Είμαι μικρή,

μα η δύναμη που κρύβω

είναι μεγάλη,

σαν τις λέξεις μου.

– αυτή η εσωτερική ευρυχωρία –

 

Η ζωή μου δεν μπορεί,

αδυνατεί να φτάσει

το ύψος και τη δύναμη

των λέξεων που χτίζω.

– και εκείνη η εξωτερική ευρυχωρία –

 

Ο χρόνος έχει σταματήσει,

το ρολόι δείχνει τρεις.

Ίσως,

τον πόνο που νιώθουμε

να λιώσει με δυο τρεις λέξεις.

Χρόνο στον πόνο.

 

Ίσως,

ο χρόνος αυτός

να μην είναι αρκετός

για εμάς που παλεύουμε με λέξεις.

Πόνος στις λέξεις.

 

Και έπειτα,

ένα ποίημα γράφτηκε.

Λέξεις που πονούν για χρόνια.

 

6.10..2016

(Photo: Xenia, St. Thomas, Kozani, Greece. July 2017. Minolta dynax 7000i, Kodak Gold, ISO 200, 35mm film. Check the rest of the photo album here.)

Ο Ταξιδιωτης

Ίσως ο κόσμος να είναι μικρός

για τον πόνο του,

σκέφτηκε,

και σήκωσε τα μανίκια του

για να κλάψει.

 

Πόσο ακόμη ν’ αναβάλλει

την αναχώρησή του;

Προς τα εμπρός

ή προς τα πίσω

η ψυχή του καίγεται

στην εξορία

και ο πόνος τρυπά

κάθε ζωή

που θέλησε να χτίσει

από αγάπη και άμμο.

 

Κοίτα τον πως σέρνεται,

σαν ερπετό την ώρα του θανάτου

που κατάπιε το ίδιο του το δηλητήριο

και τώρα,

– και τώρα τί; –

τί θ’ απογίνει,

σκέφτηκε,

ο κόσμος χωρίς αγάπη;

Χωρίς τον εαυτό του

και την λευκή του αντανάκλαση;

 

Σιωπή έπεσε,

πίσω από τ’ άστρα,

και το φως που ζωγράφιζε σκιές

πίσω από τον ορίζοντα

έλιωσε τα ροζιασμένα χέρια του.

«Είμαι έτοιμος» ξεστόμισε,

και χάθηκε ξανά μέσα στη νύχτα.

 

16.6.2016

(Photo taken with Canon EOS 1000D, edited with VscoCam. Check the rest of this photo series here.)

Οι πασχαλιτσες

[όταν συλλέγαμε πασχαλίτσες πίσω από το σχολείο…]

 

Με πασχαλίτσες

πίσω απ’ το σχολείο,

γνωριζόμαστε.


Ο ήλιος καίει

τα κόκκινα μάγουλα,

πασχαλίτσες στην τσέπη.


Τα γόνατα πονούν,

χέρια γεμάτα χώματα

άδειες οι τσέπες.


Χωρίς τον ήλιο

τέλος το παιχνίδι,

παμε στο σπίτι.


Με λευκά χέρια

καίνε οι πέτρες μας

κ’ οι πασχαλίτσες.

 

Photo: Belvedere, Vienna, 2017. Canon EOS 1000D, edited with Lightroom. 

Χωρις Τιτλο

Περιμένω στο σκοτάδι

απλή και απεριποίητη

με το φως να κρέμεται από πάνω μου

να καίει,

πάνω από πτώματα

φθηνών βιβλίων.

 

Κάτι σπάει

κάτω από τον πόνο της ώρας-

τα χαμόγελα σβήνουν,

ο εγωισμός φθίνει.

 

Βαραίνουν οι ώμοι μου

και κλάιω

με γέλιο ψεύτικο

φτιάχνω σταθμούς αγάπης,

χαρτοτεχνίες.

 

Φουσκώνουν τα νερά και πάλι

στα μάτια μου-

χωρίς επιστροφή

ο πόνος της ημέρας.

 

Παρακαλώ μην καπνίζετε.

Η ώρα κομμένη στα δύο,

σαν το τσιγάρο που δεν βρήκε χείλη να φιλήσει.

 

Βρώμικα νερά,

ο πόνος μεγαλώνει,

φωτίζει τον χώρο

και δεν μεταμορφώνεται.

Αγχώνεται για όλα όσα δεν ειπώθηκαν.

 

Ξυπνητήρια που τσιρίζουν

δεν έχουν θέση εδώ.

Γείτονες κουφοί,

φωνές αδιάφορες.

Κλειστές κουρτίνες,

λόγια κοφτά.

 

Μήπως να βγω

από το σπίτι που χτίζαμε μαζί;

 

Το πάτωμα τρέμει,

οι τοίχοι ποτίζουν

από την ησυχία.

 

Ίσως η σιωπή σου αυτή

να είναι η αρχή του τέλους.

 

Στα νωρίς σκοντάψαμε,

στα τώρα ανθίσαμε

και ίσως,

λέω ίσως,

το μετά να μας λυπηθεί.

Ας μην κλάψω άλλο.

 

(Photo: Pentax P30, Ilford 200, Amsterdam, 2014.)